νόσημα

νόσημα
(I)
το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ]
πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)
αρχ.
μτφ. α) ηθική αρρώστια («ἔνεστι γάρ πως τοῡτο τῇ τυραννίδι νόσημα τοῑς φίλοισι μὴ πεποιθέναι», Αισχύλ.)
β) βαριά θλίψη
γ) πολιτική αναστάτωση, πολιτική αναταραχή («τυραννίδα... ἔσχατο πόλεως νόσημα», Πλάτ.).
————————
(II)
το
ζωολ. βλ. νόζεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νοσήμα — νοσήμᾱ , νοσήμη fem nom/voc/acc dual νοσήμᾱ , νοσήμη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσημα — disease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσημα — το, ατος αρρώστια, νόσος, ασθένεια: Πάσχει από πνευμονικό νόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόσημ' — νόσημα , νόσημα disease neut nom/voc/acc sg νόσημαι , νοσήμη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσημάτων — νόσημα disease neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήμασι — νόσημα disease neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήμασιν — νόσημα disease neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματα — νόσημα disease neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματε — νόσημα disease neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσήματι — νόσημα disease neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”